κατακληΐς

κατακληΐς
κατακληΐς, ῖδος, , [dialect] Ion. for κατακλείς.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κατακληίς — κατακληΐς, ῑδος, ἡ (Α) (ιων. και επικ. τ.) βλ. κατακλείδα …   Dictionary of Greek

  • κατακλείδα — η (Α κατακλείς, Α και κατάκλεις και ιων. και επικ. τ. κατακληίς) το τελευταίο μέρος στίχου, συστήματος στίχων ή επιστολής, ο επίλογος ή η στερεότυπη φράση στην οποία καταλήγουν ορισμένου είδους διηγήσεις, π.χ. η κατάληξη τών παραμυθιών («και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”